- σχεδογραφία
- σχεδο-γραφία, ἡ, das Schreiben, Zeichnen auf einer Tafel, einem Blatte, der Abriß auf einer Tafel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχεδογραφία — η, ΝΜ μέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική,… … Dictionary of Greek
σχεδογραφίας — σχεδογραφίᾱς , σχεδογραφία the art of parsing fem acc pl σχεδογραφίᾱς , σχεδογραφία the art of parsing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδογράφος — ὁ, Μ 1. αυτός που διδάσκει σχεδογραφία* 2. αυτός που γράφει αινίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. σχεδογραφία] … Dictionary of Greek
σχεδογραφικός — ή, όν, Μ [σχεδογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχεδογραφία*. επίρρ... σχεδογραφικῶς Μ με σχεδογραφικό τρόπο … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek